- φερ(ρ)ιτοποίηση
- η, Νχημ. αντίδραση τού τριοξειδίου τού σιδήρου με ένα ή περισσότερα οξείδια μονοσθενών, δισθενών ή τρισθενών μετάλλων, κατά την οποία προκύπτουν οι φερ(ρ)ίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρ. φερ(ρ)ιτοποιώ (< φερ[ρ]ίτης + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.